- προχειροτονώ
- -έω, ΜΑμσν.χειροτονώ προηγουμένωςαρχ.1. εκλέγω με χειροτονία, με ανάταση τών χειρών2. παίρνω προκαταρκτική ψήφο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προχειροτονία — ή, Α [προχειροτονῶ] η προκαταρκτική ψηφοφορία, η δήλωση τής γνώμης τής εκκλησίας τού δήμου με ανάταση τών χεριών για τα προβουλεύματα τής βουλής («περὶ τῆς ὀστρακοφορίας προχειροτονίαν δίδοσθαι, εἰ δοκεῑ ἤ μή», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
προχειροτόνητος — ον, Μ [προχειροτονῶ] αυτός που χειροτονήθηκε πρώτος … Dictionary of Greek